- ψαρ
- ψαρός, ο / ψάρ, ΝΑ, και ιων. τ. ψήρ, ψηρός, Ατο πουλί ψαρόνινεοελλ.παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους στρουθιόμορφων πτηνών στούρνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλα ονόματα πτηνών, οι τ. μπορεί να συνδέονται, αλλά παρουσιάζουν εναλλαγές και αποκλίσεις ως προς τη μορφολογία τους. Ο τ. ψαρ έχει συνδεθεί με τα λατ. sturnus και αρχ. άνω γερμ. stara και επίσης με το σποργίλος*. Προβλήματα, ωστόσο, γεννά και η διαφορετική αντιπροσώπευση τού μακρού φωνηεντισμού τής λ. στον Όμηρο, δηλ. με -ᾱ- και -η-. Κατά την επικρατέστερη άποψη, αρχαιότερος πρέπει να θεωρηθεί ο τ. ψήρ (με αμάρτυρη γεν. *ψᾰρός), ενώ η γεν. πληθ. ψᾱρῶν, με μακρό -ᾱ- (από όπου η ονομ. ψάρ / ψᾶρες), οφείλεται σε μετρική έκταση αμάρτυρου τ. με βραχύ φωνηεντισμό: *ψᾰρῶν].
Dictionary of Greek. 2013.